ἀνδρικῇ

ἀνδρικῇ
ἀνδρικός
masculine
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρική — ἀνδρικός masculine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • Elli kokkinou — (Grec : Έλλη Κοκκίνου) est une chanteuse grecque, née à Athènes, Grèce le 24 juillet 1970. Biographie Έλλη Κοκκίνου Issue d’une famille de musiciens, elle s’est très tôt passionnée pour la chanson. Elle débute en chantant dans un groupe… …   Wikipédia en Français

  • Elli Kokkinou — (griechisch Έλλη Κοκκίνου; * 24. Juli 1970 in Athen) ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • ανδρογυναίκα — κ. αντρογυναίκα γυναίκα με ανδρική εμφάνιση ή ανδρική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κουστούμι — και κοστούμι, το 1. το σύνολο όλων τών εξωτερικών ενδυμάτων, περιβολή, φορεσιά 2. ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα 3. το ιδιαίτερο ένδυμα που φοριέται τις απόκριες ως στολή, καθώς και εκείνο που φορούν οι… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”